- ἀγκῶνες
- ἀγκώνbend of the armmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραγκωνίζω — ΝΑ 1. (ενεργ. και μέσ.) απωθώ κάποιον με τους αγκώνες μου, απομακρύνω κάποιον σπρώχνοντάς τον με τους αγκώνες μου 2. μτφ. παραμερίζω αυτόν που αποτελεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση τών σκοπών μου, υποσκελίζω κάποιον προκειμένου να αναδειχθώ αρχ. 1 … Dictionary of Greek
διαγκωνισμός — ο (Α διαγκωνισμός) [διαγκωνίζομαι] νεοελλ. το να σπρώχνει κανείς με τους αγκώνες για ν ανοίξει δρόμο αρχ. το να στηρίζεται κανείς στους αγκώνες του … Dictionary of Greek
εξαγκωνιάζομαι — (Μ ἐξαγκωνιάζω και ξαγκωνιάζω) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) έχω τους αγκώνες έξω από κάποια τρύπα στα ρούχα μου, είναι τα ρούχα μου τρύπια στους αγκώνες μσν. δένω κάποιον πισθάγκωνα … Dictionary of Greek
ξάνθωμα — Οξείδιο ή πλάκα κίτρινου χρώματος που σχηματίζεται κυρίως στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό του κεφαλιού και στους τένοντες. Αποτελείται από μακροφάγα κύτταρα, γεμάτα λιποειδή σώματα (χοληστερίνη) και μπορεί να είναι μεμονωμένο, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
πισθάγκωνα — και πιστάγκωνα και οπισθάγκωνα, Ν επίρρ. 1. με τους αγκώνες προς τα πίσω 2. φρ. «δένω κάποιον πισθάγκωνα» δένω τα χέρια κάποιου με τους καρπούς και τους αγκώνες ενωμένους πίσω από τον κορμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οπισθάγκωνα < ὄπισθεν + αγκών(ας)… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
άγκαθεν — ἄγκαθεν επίρρ. (Α) [ἀγκάς] 1. στα χέρια, στην αγκαλιά 2. στηριζόμενος στους αγκώνες … Dictionary of Greek
αμφιμάσχαλος — Αρχαίο ένδυμα των Αθηναίων. Ήταν είδος χιτώνα, κλειστός και από τις δύο πλευρές, που κάλυπτε τους ώμους και το πάνω μέρος των χεριών. Αργότερα κάλυπτε και τα χέρια μέχρι τους αγκώνες. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε χιτών χειριδωτός. Διέφερε από τον … Dictionary of Greek
απαγκωνίζω — ἀπαγκωνίζω (AM) μσν. δένω πισθάγκωνα κάποιον (αρχ., ομαι) σπρώχνω με τους αγκώνες … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek